- πετροκάρβουνο
- το каменный уголь;
καί(γ)ω πετροκάρβουνο — или λειτουργώ με πετροκάρβουνο — работать на каменном угле
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καί(γ)ω πετροκάρβουνο — или λειτουργώ με πετροκάρβουνο — работать на каменном угле
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πετροκάρβουνο — το, Ν γαιάνθρακας, λιθάνθρακας … Dictionary of Greek
πετροκάρβουνο — το λιθάνθρακας, γαιάνθρακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
Αμπχαζία — Αυτόνομη δημοκρατία (8.660 τ. χλμ., 520.000 κάτ. το 2002) που υπάγεται στη Δημοκρατία της Γεωργίας. Βρίσκεται ΒΔ της Υπερκαυκασίας και βρέχεται στα ΝΔ από τη Μαύρη Θάλασσα. Πρωτεύουσα είναι η Σουχούμι (110.000 κάτ. το 2002). Οι κάτοικοί της είναι … Dictionary of Greek
Ντικτόνιους, Έλμερ — (ElmerDiktonius, Χέλσινγκφορς 1896 – Ελσίνκι 1961). Φιλανδός σουηδόφωνος ποιητής. Γιος εργατών σπούδασε μουσική και σύνθεση στην πατρίδα του και στο εξωτερικό· κατόπιν αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία και συνδέθηκε με την ομάδα των… … Dictionary of Greek
άνθρακας — ο 1. το ξυλοκάρβουνο. 2. το πετροκάρβουνο. 3. ο άνθρακας για τις ηλεκτρικές λάμπες. 4. πολύτιμος λίθος (διαμάντι, ρουμπίνι). 5. λοιμική αρρώστια σε ανθρώπους και ζώα. 6. χημικό στοιχείο που βρίσκεται στη φύση με διάφορες μορφές (ορυκτός άνθρακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαιάνθρακας — ο ορυκτός άνθρακας, ο λιθάνθρακας, το πετροκάρβουνο: Στην περιοχή μας υπάρχουν πολλά κοιτάσματα γαιανθράκων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιθάνθρακας — ο ορυκτός άνθρακας, το πετροκάρβουνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)